Ο όρος εξάρτηση είναι αρκετά ευρύς και έχει γίνει προσπάθεια να οριστεί με ποικίλους τρόπους σε διαφορετικά σημεία της πρόσφατης ιστορίας και βιβλιογραφίας. Ακόμα και σήμερα υπάρχουν διαφορετικοί και ως ένα βαθμό αλληλό-επικαλυπτόμενοι ορισμοί που έχουν αναφερθεί στη σχετική βιβλιογραφία (EMCDDA, 2013). Μερικοί ορισμοί αναφορικά με την εξάρτηση εστιάζουν αποκλειστικά στις ουσίες-ναρκωτικά, αν και είναι πλέον γνωστό ότι και άλλες συμπεριφορές, όπως ο τζόγος, μπορεί να είναι προβληματικές και να κυριαρχήσουν στις ζωές των ανθρώπων. Μερικοί άλλοι ορισμοί αναφέρονται στα στερητικά συμπτώματα παρόλο που αυτά δεν είναι απαραίτητο να συμβούν, ούτε αποτελούν πρωταρχικό κίνητρο πίσω από την καταναγκαστική συμπεριφορά που χαρακτηρίζει την εξάρτηση. Αντίστοιχα κάποια άλλοι ορισμοί εστιάζουν στην ανάπτυξη της ανοχής-αντοχής από τις ουσίες, παρόλο που και πάλι αυτή δεν είναι απαραίτητο να λάβει χώρα. Άλλες εστιάζουν στις εγκεφαλικές ανωμαλίες της εξάρτησης, παρόλο που τα άτομα μπορούν να παρουσιάσουν όλα τα σημάδια της εξάρτησης σε ορισμένες συνθήκες και τα ίδια άτομα, με τον ίδιο εγκέφαλο, να μην τα παρουσιάσουν σε κάποιες άλλες. Η απώλεια του ελέγχου ή η δυσλειτουργία αυτού αποτελούν μερικά ακόμα από τα κοινά θέματα ορισμένων θεωριών, παρόλο που αυτό θα απέκλειε την πιθανότητα εθισμού όταν δεν γινόταν προσπάθεια άσκησης ελέγχου (EMCDDA, 2013).
Η προαναφερθείσα ασάφεια του ορισμού της εξάρτησης αντικατοπτρίζεται και στα διαφορετικά μοντέλα που έχουν δημιουργηθεί για την ερμηνεία, την αιτιολόγηση και την αντιμετώπιση της (Νέτος, 2021). Στο παρόν κείμενο θα προσπαθήσω να αναφέρω συνοπτικά τους τρόπους με τους οποίους η εξάρτηση αντιμετωπίζεται από την σκοπιά της αφηγηματικής θεραπείας, παρέχοντας και κάποιες προσωπικές εμπειρίες από τη δουλειά μου με ανθρώπους που αντιμετωπίζουν προβλήματα χρήσης και κατάχρησης εξαρτησιογόνων ουσιών ή συμπεριφορών.
Σε αντίθεση με τους ποικίλους, και όπως είδαμε αλληλό-επικαλυπτόμενους, ορισμούς για την εξάρτηση η αφηγηματική θεραπεία ενδιαφέρεται για τον ορισμό που δίνει το ίδιο το άτομο σε σχέση με το «πρόβλημα» της εξάρτησης που αντιμετωπίζει. Ειδικότερα, ενδιαφέρεται για το βίωμα του ίδιου του ατόμου που αντιμετωπίζει προβλήματα χρήσης-κατάχρηση εξαρτησιογόνων ουσιών ή συμπεριφορών, το πώς αισθάνεται δηλαδή τον εαυτό του μέσα στη χρήση καθώς και για τις επιδράσεις της εξάρτησης που τον προβληματίζουν περισσότερο στη ζωή του με βάση τις δικές του εμπειρίες, απόψεις και γνώμες.
Η αφηγηματική θεραπεία όντας μία ανθρωπιστική προσέγγιση στέκεται με μεγάλη περιέργεια και θαυμασμό στο ίδιο το γεγονός της απόφασης του ατόμου να ζητήσει βοήθεια για την προσπάθεια διακοπής της χρήσης ουσιών στη ζωή του. Γνωρίζοντας και μη παραβλέποντας τις ποικίλες συναισθηματικές, προσωπικές, οικογενειακές και διαπροσωπικές επιπτώσεις που έχει η χρήση στη ζωή των ανθρώπων, η αφηγηματική θεραπεία στέκεται με γνήσια περιέργεια στην ίδια την απόφαση του και στο πώς κατέστη αυτή δυνατή. Μία από τις ερωτήσεις που μου έχει φανεί ιδιαίτερα βοηθητική στο σημείο αυτό είναι η εξής:
“Πώς ,δεδομένης της χρήσης ουσιών στη ζωή σου, κατέστη δυνατό σε εσένα να αναπτύξεις την επιθυμία να διακόψεις και βρίσκεσαι σήμερα εδώ;”
Η ερώτηση αυτή μετατοπίζει τον λόγο των ανθρώπων από μία συζήτηση που θα εστίαζε στο πρόβλημα, στις συνέπειες και στην παντοδυναμία της χρήσης στη ζωή τους, σε μία συζήτηση που εστιάζει και ενδιαφέρεται για τη δική του ικανότητα επιδραστικότητας καθ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού του στον κόσμο της χρήσης και στους τρόπους (δεξιότητες, ικανότητες, γνώσεις) που χρησιμοποίησε και βρήκε για να βρίσκεται σήμερα εδώ και να επιδιώξει μία αλλαγή.
Σε πρώτο στάδιο η ίδια απόφαση για την έναρξη μία προσπάθειας είναι κάτι που καλό θα ήταν να συζητηθεί αρκετά με τα άτομα που διαπραγματεύονται μία νέα σχέση με τις εξαρτησιογόνες ουσίες ή συμπεριφορές. Η συζήτηση αυτή προτίθεται να δώσει χώρο και χρόνο στους ανθρώπους να προετοιμαστούν, πριν το ξεκίνημα μίας προσπάθειας, για τα πιθανά εμπόδια που μπορούν να συναντήσουν κατά το στάδιο αποχωρισμού τους από την ουσία ή την συμπεριφορά και από ό,τι αυτή περιβάλλεται (άνθρωποι, πλαίσια, παρέες, συνήθειες). Επίσης, στο σημείο αυτό δίνεται ιδιαίτερα βαρύτητα στη χαρτογράφηση των δυνάμεων-επιρροών που συμβάλλουν στη χρήση ή συμπεριφορά του ατόμου και μπορούν και αυτές να σταθούν εμπόδιο στην προσπάθεια του. Οι δυνάμεις αυτές αναφέρονται ως πολιτισμικές επιρροές (cultural forces) και συμπεριλαμβάνουν το δίκτυο των φίλων του ατόμου, την οικογένεια, τον περίγυρο, το πολιτισμικό του περιβάλλον καθώς και τις κοινωνικές αδικίες που έχουν βιώσει τα άτομα και στις οποίες η χρήση μπορεί να έρχεται ως απάντηση. Οι συζητήσεις αυτές έχουν ιδιαίτερο νόημα αν αναλογιστεί κανείς ότι υπάρχουν άνθρωποι στους οποίους η ταυτότητα του χρήστη εξαρτησιογόνων ουσιών ή συμπεριφορών έχει μονοπωλήσει ένα αρκετά μεγάλο κομμάτι του εαυτού τους και της ζωής τους για πολλά χρόνια, επισκιάζοντας σημαντικές άλλες για αυτούς ταυτότητες, όπως αυτή του γονέα, του συντρόφου και/ή του συζύγου.
Η διαπραγμάτευση μίας νέας σχέσης με την εξάρτηση και τις συνεπαγόμενες με αυτήν ουσίες ή συμπεριφορές προϋποθέτει μία ριζική μετατόπιση του ατόμου και των συνηθειών του, κάτι που η αφηγηματική θεραπεία αρέσκεται να περιγράφει με τον όρο «μετανάστευση ταυτότητας» (migration of identity), καθώς το άτομο θελημένα και προθετικά αφήνει πίσω μία ταυτότητα του, αυτού του εξαρτημένου, και αναζητεί σημαντικές άλλες για αυτόν ταυτότητες στον κόσμο. Αναζητά δηλαδή διαφορετικούς τρόπους να υπάρχει και να βρίσκεται στον κόσμο και διαφορετικά τοπία/περιοχές για την εγκαθίδρυση της ταυτότητας του. Αυτή η μετατόπιση του ατόμου από ένα γνώριμο τοπίο, αυτό της χρήσης, σε ένα άγνωστο τοπίο μακριά από αυτήν αποτελεί μία σύνθετη και αρκετά δύσκολη διεργασία που χαρακτηρίζεται τις περισσότερες φορές από αβεβαιότητα και σύγχυση για το άτομο (Antony, 2004).
Για την καλύτερη κατανόηση της παραπάνω διεργασίας η αφηγηματική θεραπεία δανείζεται και χρησιμοποιεί την μεταφορά της «τελετουργίας του περάσματος» (rite of passage). Η τελετουργία του περάσματος είναι μία μεταφορά που χρησιμοποίησε ένας από τους ιδρυτές της αφηγηματικής θεραπείας, ο Michael White για να βοηθήσει ανθρώπους που αντιμετωπίζουν προβλήματα χρήσης και κατάχρησης εξαρτησιογόνων ουσιών και αποτελείται από 3 στάδια (White, 1997).
Το πρώτο στάδιο της τελετουργίας περάσματος του ατόμου είναι αυτό του αποχωρισμού (separation) και στην περίπτωση της εξάρτησης σημαίνει τον αποχωρισμό του ατόμου από την ουσία. Το στάδιο αυτό σηματοδοτεί την έναρξη του «ταξιδιού» του ατόμου για νέες ταυτότητες και ανεξερεύνητα τοπία. Το δεύτερο στάδιο ονομάζεται ενδιάμεση φάση (liminal phase). Ο λόγος για τον οποίο έλαβε αυτήν την ονομασία είναι διότι στη φάση αυτή τα άτομα βρίσκονται σε αυτό που ονομάζουμε «ενδιάμεσα και μεταξύ», δηλαδή σε ένα στάδιο όπου απουσιάζει η οικεία αίσθηση της χρήσης με την οποία έχει συνηθίσει κάποιος να βρίσκεται στον κόσμο και αναζητά νέους τρόπους σύνδεσης με τον κόσμο και νέες ταυτότητες. Η φάση αυτή τις περισσότερες φορές χαρακτηρίζεται από σύγχυση, αποπροσανατολισμό και απόγνωση για τα άτομα. Ωστόσο, στο στάδιο αυτό αρχίζει να κάνει την εμφάνιση της και η ελπίδα για το άτομο καθώς βλέπει να δημιουργούνται και να αναδύονται νέοι ορίζοντες για τη ζωή του, νέοι τρόποι συνδέσεις, νέες δυνατότητες και προτιμώμενοι τρόποι και ταυτότητες για να υπάρχει στον κόσμο. Προσθετικά στις δυσκολίες της παραπάνω φάσης έρχεται να λειτουργήσει και το στερητικό σύνδρομο το οποίο τις περισσότερες φορές δυσκολεύει τις προσπάθειες του ατόμου να βρει διαφορετικούς τρόπους να υπάρξει στο κόσμο. Το στάδιο αυτό αποτελεί ίσως το δυσκολότερο στάδιο όλης της διεργασίας, καθώς οι σωματικές δυσκολίες συνυπάρχουν στο άτομο μαζί με τις ψυχολογικές και τις κοινωνικές-διαπροσωπικές. Για τον λόγο αυτό, όπως τονίστηκε και παραπάνω, αποτελεί καθοριστικής σημασίας η συζήτηση με το άτομο για τα πιθανά εμπόδια που μπορεί να συναντήσει καθ΄ όλη τη διάρκεια του «περάσματος» του από κάθε φάση-στάδιο αυτής της διαδικασίας, εστιάζοντας επίσης και στις κατάλληλες δεξιότητες, ικανότητες και γνώσεις που μπορεί να χρησιμοποιήσει για να ανταπεξέλθει σε αυτές (White, 1997).
Στο σημείο αυτό θεωρώ καίριο να αναφέρω ότι η αφηγηματική θεραπεία δεν αρνείται τη σημαντικότητα των φυσιολογικών παραγόντων στην εξάρτηση (όπως το στερητικό σύνδρομο). Τουναντίον τους αναγνωρίζει και προσπαθεί να διαπραγματευτεί μία νέα σχέση μαζί τους εστιάζοντας πάντα στην ικανότητα επιδραστικότητας που έχει και μπορεί να ασκεί το άτομο στη ζωή του.
Το τρίτο στάδιο-φάση της τελετουργίας περάσματος του ατόμου από τον κόσμο της χρήσης σε έναν διαφορετικό κόσμο ονομάζεται στάδιο της ενσωμάτωσης (reincorporation phase). Το στάδιο αυτό επιτυγχάνεται όταν το άτομο διαπιστώνει ότι έχει φτάσει σε ένα άλλο τοπίο στη ζωή του, ένα προτιμώμενο τοπίο, όπου το άτομο βιώνει να συνδέεται με τις αξίες, τις προθέσεις του και του τρόπους με τους οποίους θέλει να υπάρξει στον κόσμο από εδώ και στο εξής αφήνοντας πίσω του τις προηγούμενες συμπεριφορές του, όπως η χρήση. Στο στάδιο αυτό τα άτομα επανακτούν την αίσθηση ότι οι ίδιοι ασκούν επίδραση στη ζωή τους και όχι η ουσία, την διαμορφώνουν με τους τρόπους που επιθυμούν, συμβάλλοντας έτσι στην αύξηση της αίσθησης επιδραστικότητας που έχουν στη ζωή τους (self-agency) (White, 1997).
Βιβλιογραφία
Antony, C. (2004). Narrative maps of practice: Proposals for the Deconstructing Addiction League. The International Journal of Narrative Therapy and Community Work, 1, 1–10.
European Monitoring Centre for Drugs and Drug addiction. (2013). EMCDDA insights Models of addiction. European Monitoring Centre for Drugs and Drug Addiction.
White, M. (1997). Challenging the culture of consumption: Rites of passage and communities of acknowledgement. NewPerspectives on ‘Addiction,’ 2-3.
Νέτος, Δ. (2021). Το βίωμα των επαναλαμβανόμενων εισαγωγών εξαρτημένων ανδρών σε θεραπευτικά προγράμματα απεξάρτησης : Μια πολυτροπική ερμηνευτική-φαινομενολογική διερεύνηση (thesis). Rethymno, Crete.